- τεκτογενής
- -ές, Ντο ουδ. ως ουσ. το τεκτονενέςγεωλ. μεγάλη προς τα κάτω κάμψη τού εξωτερικού τμήματος ενός γεωσυγκλίνου, το οποίο καταβυθίζεται βαθιά μέσα στον πυκνότερο γήινο μανδύα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tectogene < τέκτων, -ονος + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.